- ἀηδονίς
- ἀηδ-ονίς, ίδος, ἡ,A = ἀηδών, nightingale, E.Rh.550 (lyr.), Call.Lav.Pall. 94, Theoc.8.38; Μουσάων ἀηδονίς, of a poet, AP7.414 (Noss.); of a girl, IG14.1942.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αηδονίς — ἀηδονὶς ( ίδος), η (Α) [ἀηδών] το αηδόνι* … Dictionary of Greek
ἀηδονίς — nightingale fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδα — ἀηδονίς nightingale fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδες — ἀηδονίς nightingale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδος — ἀηδονίς nightingale fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίδων — ἀηδονίς nightingale fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίσι — ἀηδονίς nightingale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀηδονίσιν — ἀηδονίς nightingale fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αηδόνι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 80 κάτ.) στην πρώην επαρχία Νικόπολης και Πάργας του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαναρίου. * * * το, η [(AM ἀηδών, όνος, η Μ και αρσενικό ἀηδών, ο)] 1. το γνωστό ωδικό πτηνό νεοελλ. 1. (για… … Dictionary of Greek
ἀδονίδες — ἀ̱δονίδες , ἀηδονίς nightingale fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)